- επαξιώ
- ἐπαξιῶ, -όω (AM)νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.)αρχ.(με αιτ. προσ. και απρμφ.)1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι' αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν», Σοφ.)2. πιστεύω, περιμένω («ἐπαξιῶ σε δαίμον' ὄντ' ἐξειδέναι», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.