επαξιώ

επαξιώ
ἐπαξιῶ, -όω (AM)
νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.)
αρχ.
(με αιτ. προσ. και απρμφ.)
1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι' αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν», Σοφ.)
2. πιστεύω, περιμένω («ἐπαξιῶ σε δαίμον' ὄντ' ἐξειδέναι», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπαξιῶ — ἐπαξιόω think right pres subj act 1st sg ἐπαξιόω think right pres ind act 1st sg ἐπαξιόω think right pres subj act 1st sg ἐπαξιόω think right pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαξίῳ — ἐπάξιος a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαξίωσις — ἐπαξίωσις, η (Α) [επαξιώ] η εκτίμηση τής αξίας …   Dictionary of Greek

  • υπεξουσιώ — όω, Α αξιώνω («τοῑς ὑπεξουσιοῡσιν... γίνεσθαί τι», Πέτρ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να γραφεί ἐπαξιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”